κακοσυνηθίζω — κακοσυνηθίζω, κακοσυνήθισα, κακοσυνηθισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακοσυνηθίζω — 1. (αμτβ.) αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακομαθαίνω — 1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς 2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω 3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά») 4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, η, ο α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
καλομαθαίνω — (Μ καλομαθαίνω) συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια νεοελλ. 1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά 2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει») … Dictionary of Greek
καλοσυνηθίζω — 1. (μτβ.) διδάσκω κάποιον λεπτούς τρόπους, τού μαθαίνω καλές συνήθειες, τον συνηθίζω στο καλό («το παιδί πρέπει να τό καλοσυνηθίσεις από μικρό») 2. (αμτβ.) αποκτώ καλές συνήθειες, λεπτούς τρόπους 3. (ειρωνικά) μεταδίδω σε κάποιον ευχάριστες, αλλά … Dictionary of Greek
κακομαθαίνω — κακόμαθα, κακομαθημένος 1. μαθαίνω κάτι στραβά: Το κακόμαθες το τραγούδι. 2. αποκτώ κακή συνήθεια: Έχει κακομάθει στην τεμπελιά. 3. κακοσυνηθίζω κάποιον: Μ αυτά που κάνεις το κακομαθαίνεις το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλομαθαίνω — καλόμαθα, καλομαθημένος 1. μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά: Μην του καλομαθαίνεις την τέχνη, γιατί θα σε ξεπεράσει. 2. κάνω κάποιον να αποκτήσει καλές συνήθειες: Αυτός είναι καλομαθημένος άνθρωπος. 3. κακοσυνηθίζω: Τον καλόμαθες να μην του χαλάς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)